Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

) η Τετάρτη-

  • 1 среда

    I среда Ι ж (окружение) το περιβάλλον ο κύκλος (φίλων, γνωστών); окружающая \среда το περιβάλλον защита окружающей \средаы η προστασία του περιβάλλοντος II среда II ж (день недели ) η Τετάρτη- в среду την Τετάρτη; каждую среду κάθε Τετάρτη; по \средаам τις Τετάρτες
    * * *
    I ж
    ( окружение) το περιβάλλον; ο κύκλος (φίλων, γνωστών)

    окружа́ющая среда́ — το περιβάλλον

    защи́та окружа́ющей среды́ — η προστασία του περιβάλλοντος

    II ж
    ( день недели) η Τετάρτη

    в сре́ду — την Τετάρτη

    ка́ждую сре́ду — κάθε Τετάρτη

    по среда́м — τις Τετάρτες

    Русско-греческий словарь > среда

  • 2 четвертый

    четверт||ый
    числ. порядк. τέταρτος:
    \четвертыйое сентября ἡ τετάρτη σεπτεμβρίου· \четвертыйая страница ἡ τετάρτη σελίδα· \четвертый час εἶναι τρεις περασμένες· \четвертыйая часть τό τέταρτο[ν], τό τεταρτημόριο[ν]· \четвертый номер ὁ τέταρτος ἀριθμός.

    Русско-новогреческий словарь > четвертый

  • 3 быть

    быть
    несов
    1. (существовать) ὑπάρχω, ζῶ, ὑφίσταμαι/ ἔχω (иметься, быть в наличии):
    у него есть опыт αὐτός ἔχει πείρα; есть люди, которые... ὑπάρχουν ἀνθρωποι, πού...;
    2. (находиться) είμαι, βρίσκομαι;
    3. (происходить, состояться) γίνομαι, λαβαίνω (или λαμβάνω) χώραν:
    заседание будет в среду ἡ συνεδρίαση θά γίνει (или θά λάβει χώραν) τήν Τετάρτή
    4. (в знач. связки) είμαι:
    он был служащим ήταν ὑπάλληλος; ◊ так и \быть ἐστω, ἄς εἶναι, καλά; может \быть πιθανόν, μπορεί, ίσως; будь что будет! ὅ, τι θέλει ἀς γίνει!; как бы то ни было ὁπως καί να ' χει τό πράγμα.

    Русско-новогреческий словарь > быть

  • 4 среда

    [σριντά] ουσ. θ. Τετάρτη

    Русско-греческий новый словарь > среда

  • 5 среда

    [σριντά] ουσ θ Τετάρτη

    Русско-эллинский словарь > среда

  • 6 квадрат

    α.
    1. τετράγωνο (ισόπλευρο ορθογώνιο). || κάθε αντικείμενο τετράγωνου σχήματος.
    2. (μαθ.) η τέταρτη δύναμη•

    возвести в квадрат υψώνω στο τετράγωνο.

    εκφρ.
    в - – θ πολύ μεγάλος•
    дурак в -е – βλάκας με περικεφαλαία.

    Большой русско-греческий словарь > квадрат

  • 7 среда

    -ы, αιτ. среду, πλθ. среды, θ.
    1. ύλη, σώματα• σφαίρα•

    питательная среда θρεπτικές ύλες.

    2. το περιβάλλον οι συνθήκες•

    географическая среда γεωγραφικό περιβάλλον.

    || κύκλος•

    литературная среда λογοτεχνικός κύκλος•

    рабочая среда εργατικό περιβάλλον•

    в -е учащихся στο μαθητικό περιβάλλον.

    -ы, αιτ. среду, πλθ. среды, δοτ. -ам θ. η Τετάρτη (μέρα της εβδομάδας).

    Большой русско-греческий словарь > среда

  • 8 тридцатый

    (αριθμητικό τακτικό)• τριακοστός•

    тридцатый километр τριακοστό χιλιόμετρο•

    -ые годы η τέταρτη δεκαετία (30-39)• -ое марта η τριάντα του Μάρτη• - год τριακοστό έτος (ηλικίας)•

    -ое число месяца η τριακοστή ημερομηνία.

    Большой русско-греческий словарь > тридцатый

См. также в других словарях:

  • τετάρτη — η 1. η ημέρα της εβδομάδας Τετάρτη, μετά την Τρίτη και πριν την Πέμπτη. 2. διάστημα τεσσάρων βαθμίδων στη διατονική κλίμακα της μουσικής. 3. εξανθηματικός πυρετός, με συμπτώματα παρόμοια αυτών της οστρακιάς. 4. τέσσερα τραπουλόχαρτα του ίδιου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τετάρτη — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. Τετράδη Ν βλ. τέταρτος …   Dictionary of Greek

  • τετάρτη — τέταρτος fourth fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετάρτῃ — τέταρτος fourth fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετάρτηι — τετάρτῃ , τέταρτος fourth fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • τέταρτος — η, ο / τέταρτος, άρτη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. Τετράδη και επικ. τ. τέτρατος και βοιωτ. τ. πέτρατος Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό τέσσερα (α. «ήλθε… …   Dictionary of Greek

  • TETARTERON — et contracte Tartaron, apud Alb. Aquensem, Imperator de moneta, quae dicitur Tartaron, modium unum exercitui illius erogavit, l. 1. c. 16. aliosque Rerum Hierosol. Scriptores, monetae nomen est Byzantiae, quam Graeci τεταρτηρὸν vocavêre, uti… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Calendrier Attique — Le calendrier attique, en vigueur à Athènes sous l Antiquité, est le plus connu des calendriers grecs. Il est de type luni solaire. Sommaire 1 Les différents cycles 2 Mois du calendrier 2.1 Été …   Wikipédia en Français

  • Calendrier attique — Le calendrier attique, en vigueur à Athènes dans l Antiquité, est le plus connu des calendriers grecs. Il est de type luni solaire. Sommaire 1 Les différents cycles 2 Mois du calendrier 2.1 Été …   Wikipédia en Français

  • Calendario ático — El calendario ático, en vigor en Atenas en la Antigüedad clásica, es el más conocido de los calendarios griegos. Es de tipo lunisolar. Contenido 1 Los diferentes ciclos 2 Mes del calendario 3 Los días del mes …   Wikipedia Español

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»